Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μυγιάζομαι

Μυγιάζομαι (μυΐα) = οἰστρηλατοῦμαι, ἐξαγριώνομαι ἀπὸ τὸν ἐρεθισμὸν τῆς μύγας (ἐπὶ ζῴων). ἐρεθίζομαι ἐξ ἀδόλου φράσεως τὴν ὁποίαν συσχετίζω μὲ ἐπίμεπτον πρᾶξιν ἢ ἐλάττωμά μου (ἐπὶ ἀνθρώπων). «ὅποιος ἔχει μῦγα μυγιάζεται».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.