μουρτάτης
ο αλλόθρησκος, ο βέβηλος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουρτάτ(η)ς /ὁ/ (Τ. μουρτέdd) = ἄπιστος, ἄπληστος, ἀσελγής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο αλλόθρησκος, ο βέβηλος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουρτάτ(η)ς /ὁ/ (Τ. μουρτέdd) = ἄπιστος, ἄπληστος, ἀσελγής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης