μπονοβόλιας (ο)
η καλή θέληση, ο καλόκαρδος, ο καλοκάγαθος (ιτ. buonavoglia).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπονοβόλιας /ὁ/ (Ἰ. buono, voglia) = καλοπροαίρετος, καλοκάγαθος, εὐδιάθετος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης