μαντζουράνα (η)
αρωματικό φυτό που δεν έλειπε από κανένα λευκαδίτικο, ιδίως στα χωριά, σπίτι. Στόλιζε τις προσόψεις του σπιτιού και τα περβάζια των παραθυριών. Η μαντζουράνα είχε και ιαματικές ιδιότητες, Τη βάζαν στο ρόφημα.
Δημ. Τραγ. : “Τρία κλωνιά βασιλικός και πέντε μαντζουράνα / χαρά σε τούτα τα προικιά πο ΄φκιαξε η μάνα”. “Να ΄ναι η νύφη μαντζουράνα κι ο γαμπρός χρυσή καμπάνα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαντζουράνα /ἡ/ (Ἰ. maggiorana) = τὸ ἀρωματικὸν φυτὸν ὀρίγανον τὸ ἀμάρακον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης