Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαντζουράνα (η)

αρωματικό φυτό που δεν έλειπε από κανένα λευκαδίτικο, ιδίως στα χωριά, σπίτι. Στόλιζε τις προσόψεις του σπιτιού και τα περβάζια των παραθυριών. Η μαντζουράνα είχε και ιαματικές ιδιότητες, Τη βάζαν στο ρόφημα.
Δημ. Τραγ. : “Τρία κλωνιά βασιλικός και πέντε μαντζουράνα / χαρά σε τούτα τα προικιά πο ΄φκιαξε η μάνα”. “Να ΄ναι η νύφη μαντζουράνα κι ο γαμπρός χρυσή καμπάνα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαντζουράνα /ἡ/ (Ἰ. maggiorana) = τὸ ἀρωματικὸν φυτὸν ὀρίγανον τὸ ἀμάρακον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.