μαλλιοστουπάω και μαλλιατστούπα
δέρνω κάποιον μετά μανίας, πιάνοντας τον από τα μαλλιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαλλιοστ(ου)πάω (μαλλός, Ἰ. male-stoppare) = κακοποιῶ συλλαμβάνων ἀπὸ τῆς κόμης, δέρω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μαλλιατστούπα. Επιπληκτικό γι΄αυτόν που, όπως θάλεγε ο Όμηρος, είναι “καρηκομόης”, δηλ. ο άνδρας, που έχει μακρυά και πυκνά μαλλιά (κόμη), όπως και οι τότε Αχαιοί.
Ο Κοντομίχης έχει μαλλιαστουπάω και ο Λάζαρης μαλλιοστουπάω, με άστοχη ή απίθανη αναφορά στο ιταλικό male-stoppare. Και όσον αφορά στο α΄ συνθετικό είναι βέβαια το μαλλί. Το β΄ όμως είναι μάλλον η τούφα (με τροπή σε μας του -φ- σε -π-). Η όλη λέξη, η καρσάνικη, έγινε με (κάποιο) αναγραμματισμό, αντί στ, τστ. Τέλος φαίνεται με την τούφα να σχετίζεται με το αγγλικό toupet, η ποστίς. Κατά την επίπληξη γίνεται (από τη μητέρα συνήθως) η χαρακτηριστική χειρονομία με το πιάσιμο της τούφας (θύσανου) των μαλλιών του παιδιού.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης