κου(ν)τράω και κουτράγω
πέφτω ξαφνικά πάνω σε κάποιο αντικείμενο, συνώνυμο του κερατίζω, μαλώνω με όπλο τα κέρατα. “Εκουντρηθήκαμε στο σχολείο με τον Γ. και βαρέσαμε τα κεφάλια μας” – “Αυτός κουντράει κολόνες” για τους μεθυσμένους ή αφηρημένους και αργόσχολους: “Γυρίζει όλη μέρα και κουτράει κολόνες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κου(ν)τράω (Ἰ. contrare, Λ. scutra) = κερατίζω, συγκρούομαι, προσκόπτω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κουτράγω (κόττα) = κοῦτρα (κεφαλή)· κτυπῶ διὰ τῆς κεφαλῆς. Φρ. ἔλα νὰ κουτρήσουμε (νὰ κτυπήσωμεν τὰς κεφαλάς μας, λέγουσιν οἱ παῖδες, ἢ τὰ αὐγὰ τοῦ Πάσχα). – Ἀλλοιὰ ποῦ τὤχ ἡ κοῦτρά του νὰ καταιβάζῃ ψεῖρες.
Κουτράω § κερατίζω· λέγεται κυρίως ἐπὶ τῶν κερασφόρων ζώων. Μ. Ἐπιχειρῶ τι μάταιον ἔργον. Π. ἄφς τονε νὰ κουτράῃ = νὰ ματαιοπονῇ· παρὰ Βυζ. εὕρηται κουτρίζω (ἄχρ. παρ’ ἡμῖν), ἐξ οὗ τᾳ κουτρισά, κούτρισμα, σημαίνοντα τὴν ἀπὸ τοῦ ῥήματος δηλουμένην πράξιν. Π. τὤδωκα κουτρισὰ = τὸν ἐκεράτισα. Ἄλλοι τύποι εἶναι τὸ σκουντράω, σκουντρίζω, ἐξ ὧν τὸ σκούντρα σημαῖνον ἀτυχίαν, δυσκολίαν. Π. μ’ ηὗρε μεγάλη κούντρα = ἀτυχία, δυστυχία εἴς τι ἔργον μου.