κορνετίσος -α -ο
Κορνετίσος -α -ο (Ἀγ. corn) = κατασκευασμένος ἀπὸ λευκὸν ἄλευρον ἐξωτερικοῦ: «ψωμὶ κορνετίσο».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κορνετίσος -α -ο (Ἀγ. corn) = κατασκευασμένος ἀπὸ λευκὸν ἄλευρον ἐξωτερικοῦ: «ψωμὶ κορνετίσο».