τυλώνω
σκληρύνω. “Ετύλωσαν οι φλέβες μου”. Λέγεται και για τα πολύ γεμάτα ασκιά και για την κοιλιά των ανθρώπων και ζώων.
“Την ετύλωσε για καλά”
ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄: “Ο ήλιος του φθινόπωρου του ρόδιζε την όψη / ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τ(υ)λώνω (τύλος -όω) = ὑπερπληρῶ, φουσκώνω γεμίζοντας, τεντώνω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Φουσκώνω (την κοιλιά) από φαϊ. Αρχαίο τυλώ,
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης