κομπανιάρω
συνοδεύω με μουσικό όργανο μονωδία ή χορωδία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κομπανιάρω (Ἰ. accompagnare) = ὑποκρούω διὰ μουσικοῦ ὀργάνου εἰς ᾆσμα, ἀπαγγελίαν ἢ μουσικήν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης