μουρελιάζω
μελανιάζω, μαυρίζω από το κρύο ή από το πολύ ξύλο εξ ου και η φράση: “Θα σε μαυρίσω στο ξύλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(ου)ρελιάζω (μόρον, Π. Τ. μόρ, Ἰ. moro) = μελανιάζω, μαυρίζω ἀπὸ ψῦξιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης