κλομπάρι -ια (το)
φαγητό που κατά το μαγείρεμα δε διαλύεται, αλλά σχηματίζει μικρούς βώλους, τα λεγόμενα κλομπάρια. Τέτοια κλομπάρια γίνονται στα ζυμαρικά κυρίως, στο ντόπιο ζυμαρικό τ΄μάτσι, στην κουρκούτη, στον τραχανά κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλομπάρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. gleba, Σ. χλεbὰκ) = ἀδιάλυτος βωλίσκος ἐντὸς χυλοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης