καταβολάδα (η)
βέργα αμπελιού που παραχώνονταν λίγο πιο πέρα από τη μάνα της κι ύστερα από κάμποσο καιρό ριζοβολούσε, γινόταν ανεξάρτητη και την απόκοβαν τότε από τη μάνα. Αποτελούσε στο εξής ξεχωριστό κλίμα.
Σε έγγραφο αρχειακό του 1747 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έβαλα 4 αργάτες και αβάλανε καταβολάδες εις τες Φ΄τιές στο βάρδα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καταβολάδα /ἡ/ (κατὰ-βάλλω) = κλάδος ἐμφυτευόμενος παρὰ τὴν ρίζαν του χωρὶς ν’ ἀποκοπῇ μέχρις ἰδίας ριζοβολίας, παραφυάς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης