κατακαθήνω
καταλαγιάζω, κατακάθομαι, ησυχάζω.
φράση: “κατακαθήνει ή κατάκατσε το κρασί ή το λάδι” = λαγάρισε και η σκουριά κάθισε στον πάτο.
Εθιμικό: την ημέρα των Φώτων στην πόλη της Λευκάδας κατέβαιναν οι κάτοικοι στην παραλία και κατά τη διάρκεια του αγιασμού , βουτούν πορτοκάλια στη θάλασσα. Αυτά κατόπιν τα κρεμούν στα κονίσματα ως τον επόμενο αγιασμό. Όταν όμως ξεσπάσουν φουρτούνες ανοιχτά, πετούν απ΄ αυτά τα πορτοκάλια στη θάλασσα για να κατακαθήνουνε (=ηρεμούν) οι φουρτούνες.