Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ὕλη

ὕλη: πλῆθος ἀκατεργάστων ξύλων, κάθε κομμένο ξύλο, γενι­κῶς τά ὑλικά. (ΑΡΧ, ὕλη).[1]

[1]  Ἀ. Ὀρλά νδου, Ἰ. Τραυλοῦ, Λεξικόν Ἀρχαίων Ἀρχιτεκτονικῶν Ὅρων, ΑΘΗΝΑΙ 1986, σελ. 256).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.