μποσκέτο (το)
ο ανθόκηπος, το δασύλλιο, το άλσος – δημοτικός κήπος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μποσκέτο /τὸ/ (Ἰ. boschetto) = ἄλσος, ἀνθόκηπος, δημοτικὸς κῆπος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο ανθόκηπος, το δασύλλιο, το άλσος – δημοτικός κήπος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μποσκέτο /τὸ/ (Ἰ. boschetto) = ἄλσος, ἀνθόκηπος, δημοτικὸς κῆπος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης