ποδοβάγια (η)
αυλάκι ορμητικό νερού, αυλάκι για πότισμα χωραφιών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποδοβά(γ)ϊα /ἡ/ (Σλ. βόdα-βάdα) = αὔλαξ ἀρδευτικοῦ ὕδατος, ρυάκιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αυλάκι ορμητικό νερού, αυλάκι για πότισμα χωραφιών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποδοβά(γ)ϊα /ἡ/ (Σλ. βόdα-βάdα) = αὔλαξ ἀρδευτικοῦ ὕδατος, ρυάκιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης