μπιρμπιλόνι -ια (το)
σπιτικό ζυμαρικό όπως το τιμάτσι. Είναι το νιόκο ή τα σκάγια της λευκαδίτισσας νοικοκυράς. Για την κατασκευή του κάνουν από καλό αλεύρι κι ύστερα με τα δάχτυλά τους το θρυμματίζουν και πέφτουν τα κομματάκια σε σχήμα νιόκου. Κατόπιν, το λιάζουν ως που να ξεραθεί τελείως και εν ώρα ανάγκης το χρησιμοποιούν κάνοντας διάφορες σούπες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπιρμπ(ι)λόνι /τὸ/ (παιπάλη -όεν) = πολτὸς βεβρασμένου σιταλεύρου μετὰ σποραδικῶν κοκκίων ζύμης. (πρόχειρον χειμερινὸν φαγητὸν τῶν ἀγροτικῶν οἰκογενειῶν), «τὰ μπιρμπιλόνια».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σπιτικό ζυμαρικό. Ο Κοντομίχης δίνει πολλά στοιχεία. Σχετικό είναι το τουρκικό bir-bir (βλέπε Ανδριώτη, σελ. 219).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης