μπάρπας
Μπάρπας § ὁ ἐκ πατρὸς ἢ μητρὸς θεῖος. Προσφώνησις νεωτέρου πρὸς πρεσβύτην. Π. μπάρπα Ἰάννη, μπάρπα Κώστα κτλ. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ πάππας. Ὁ Ἀριστοφ. λέγει «ἡνίκ’ ἂν αἰτίζητ’ ἄρτον, πάππαν με καλοῦσαι» (Εἰρ. 120), ἀπαραλλάκτως σήμερον καὶ τὰ παιδία ὅταν παρά τινος ζητῶσι τι, λέγουσι «δός μου καὶ μένα μπάρμπα» (πρβλ. Σχολ. Αὐτόθι καὶ Σουΐδ. ἐν λ. πάππας).