κογιονάρω
περιπαίζω κάποιον, τον πειράζω,, τον κοροϊδεύω, Πάντα σχεδόν ως αστεϊσμός. “Μας κογιονάρεις, μου φαίνεται”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ο)γιονάρω (Ἰ. coglionare) = ἐμπαίζω, χλευάζω, καταγελῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Εμπαίζω, κοροϊδεύω, Σωστά ο Λάζαρης το ετυμολογεί από το ιταλικό coglionare. Για την ακρίβεια η λέξη προέρχεται από το Ενετικό coglionare, που προφέρεται ως ρήμα ελληνιστί κογιονάρω (coclione, κογιόνι είναι ο όρχις). Συνηθισμένη η φράση: Μωρέ, με κογιονάρεις, κοροϊδεύεις .
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης