μπαρόκος (ο)
η ξύλινη ή πέτρινη βάση του λυχνοστάτη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαρόκος /ὁ/ (Ἰ. barocco, Λ. barro, Γαλ. barre) = ὁ παλαιὸς λυχνοστάτης τῶν ἀγροτικῶν οἰκογενειῶν (ξύλινος κοντὸς ἐπεπηγμένος εἰς κεντρικὴν ὀπὴν στρογγύλης λιθίνης βάσεως, φέρων εἰς τὸ ἄνω μέρος ἐγκαρσίας ὀπὰς πρὸς ἔμπηξιν τῆς ὀξυλήκτου λαβῆς τοῦ λύχνου, ἢ καρφίου πρὸς ἐξάρτησιν αὐτοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης