σκόνταμα (το)
πρόσκρουση. μτφ.: δυστυχία, αναποδιά, βάσανα. φράσεις: “Έχω πολλά σκοντάματα”, “γεράματα, σκοντάματα”. ουσ.: σκονταψά (η)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκόνταμμα § πρόσκοψις, πρόσκρουσις. Μ. δυστυχία. Π. ἦρταν τὰ γεράματα, μ’ ὅλα τὰ σκοντάμματα.
Σημ. Ὁ Βυζάντ. ἀγνοεῖ τὴν μεταφορικὴν σημασίαν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
βλ. καί σκονταψὰ