Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκόνταμα (το)

πρόσκρουση. μτφ.: δυστυχία, αναποδιά, βάσανα.  φράσεις: “Έχω πολλά σκοντάματα”, “γεράματα, σκοντάματα”.  ουσ.: σκονταψά (η)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Σκόνταμμα § πρόσκοψις, πρόσκρουσις. Μ. δυστυχία. Π. ἦρταν τὰ γεράματα, μ’ ὅλα τὰ σκοντάμματα.

Σημ. Ὁ Βυζάντ. ἀγνοεῖ τὴν μεταφορικὴν σημασίαν.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
βλ. καί σκονταψὰ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.