αρνιακό (το)
το δέρμα του αρνιού – δέρματα αρνιακά, αλλιώς αρνοτόμαρα, ή αρνικάδες
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρνιακὸ: /τὸ/ = τὸ δέρμα τοῦ ἀμνοῦ, τὸ τομάρι τοῦ ἀρνιοῦ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το δέρμα του αρνιού – δέρματα αρνιακά, αλλιώς αρνοτόμαρα, ή αρνικάδες
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρνιακὸ: /τὸ/ = τὸ δέρμα τοῦ ἀμνοῦ, τὸ τομάρι τοῦ ἀρνιοῦ.