άλαλος (ο)
- χωρίς λαλιά, ο άφωνος, ο βωβός, ο ανόητος, ο απαίσιος.
- χαρακτηριστική είναι η φράση: “μαύρα και άλαλα”, δηλ. υπερβολικά άσχημα – ισοδύναμο με τη φράση: “μαύρα και σκότ΄να” – επίσης λέμε: “το έρμο και τ΄άλαλο” = το δυστυχισμένο.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!