καραμπλάκα (η)
το πουλί ζαροπάπι ή ζαρόπαπια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καραμπλάκα /ἡ/ (Ἀλ. καραμπουλάκου) = μεγαλόσωμον εἶδος τοῦ νηκτικοῦ πτηνοῦ αἴθυια, βουταλίδα, ζαροπάπι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης