άγκουρα (η)
η άγκυρα πλοίου, βάρκας κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄγκουρα /ἡ/ (ἄγκυρα, Ἰ. ancora) = ἄγκυρα πλοίου ἤ ἐφολκίου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
κατά τη γνώμη μου, η ετυμολόγηση του Λάζαρη, που ανάγει τη λέξη (ως αντιδάνειο) στο ιταλ. ancora (λατ. ancora < αρχ.ελλ. ἄγκυρα) και όχι, όπως π.χ. το ΛΚΝ, σε τροπή [i > u] από επίδραση του υπερωικού [g] και του [r], είναι πιθανότερη, δεδομένου ότι η νεοελληνική ναυτική ορολογία αποτελείται, σε πολύ μεγάλο μέρος, από ιταλ. ή βενετ. δάνεια (λ.χ. βίρα, μούτσος, λοστρόμος, καραβέλα, φινιστρίνι, καρίνα κ.ά.).
Μάλιστα, η ύπαρξη του τύπου αγκουρέτο ενισχύει την πιθανότητα ιταλ./βενετ. προέλευσης και της λέξης άγκουρα, όπως υποδηλώνει το υποκοριστικό μόρφημα -έτ-ο
(Π.Γ. Κριμπάς)