αλτεράδος (ο)
εκείνος που πίνει πολύ κρασί, ο ευέξαπτος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλτεράδος -α -ο: (Ἰ. alterado) = οἰνόληπτος, ἀλλοιωμένος, εὐερέθιστος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
εκείνος που πίνει πολύ κρασί, ο ευέξαπτος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλτεράδος -α -ο: (Ἰ. alterado) = οἰνόληπτος, ἀλλοιωμένος, εὐερέθιστος.