Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βλασερὸς -ὴ -ὸ

Βλασερὸς -ὴ -ὸ (βλαστέω) = τρυφερός, χλωρός, νωπός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βλασερός, § ἁπαλός, σπογγώδης· κυρ. ἐπὶ ἄρτου.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. βλάω ἢ βλάζω, ὅθεν τὸ βλαστάνω καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.