Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσοῦρμο

Τσοῦρμο /τὸ/ (Ἰ. ciurma) = πλήρωμα, συνεργεῖον, ὁμοχειρία, ὁμάς, συγκέντρωσις προσώπων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.