τσοῦρμο 18 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσοῦρμο /τὸ/ (Ἰ. ciurma) = πλήρωμα, συνεργεῖον, ὁμοχειρία, ὁμάς, συγκέντρωσις προσώπων.