Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσάτρα-πάτρα (επίρρ,)

  1. λεξιλογικά σημαίνει καλή προφορά της γλώσσας, ελλιπής γνώση αυτής. “Ξέρει λίγα ελληνικά, “τσάτρα πάτρα”.
  2. ανακατεμένα πράγματα. “Τα ΄καμες τσάτρα πάτρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσάτρα-πάτρα (Τ. πάτρα-τσάτρα, Σ. dshadra) = κουτσὰ στραβά, μὲ σπασμένον λεξιλόγιον, φύρδην μίγδην.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.