τσάτρα-πάτρα (επίρρ,)
- λεξιλογικά σημαίνει καλή προφορά της γλώσσας, ελλιπής γνώση αυτής. “Ξέρει λίγα ελληνικά, “τσάτρα πάτρα”.
- ανακατεμένα πράγματα. “Τα ΄καμες τσάτρα πάτρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσάτρα-πάτρα (Τ. πάτρα-τσάτρα, Σ. dshadra) = κουτσὰ στραβά, μὲ σπασμένον λεξιλόγιον, φύρδην μίγδην.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης