τσαπάρι (το)
μάλλινη εγχώρια ταινία, που την έραβαν στην ούγια του φουστανιού, ολόγυρα, της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς.
Το τσαπάρι έχει πλάτος 0.01 εκ και στο ράψιμο διπλώνεται και πάει μισό μέσα, μισό απ΄ έξω. Τσαπάρι ράβουν και στην ούγια της ποδιάς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαπάρ(ι) /τὸ/ (σῦφαρ, Ἀλ. τσαπάρ-ι) = ἔγχρωμος ταινία ἐρέας πλάτους μ. 0,01 περίπου πρὸς περιρραφὴν ἐγχωρίων ἐνδυμάτων.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης