Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσαπάρι (το)

μάλλινη εγχώρια ταινία, που την έραβαν στην ούγια του φουστανιού, ολόγυρα, της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς.
Το τσαπάρι έχει πλάτος 0.01 εκ και στο ράψιμο διπλώνεται και πάει μισό μέσα, μισό απ΄ έξω. Τσαπάρι ράβουν και στην ούγια της ποδιάς.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσαπάρ(ι) /τὸ/ (σῦφαρ, Ἀλ. τσαπάρ-ι) = ἔγχρωμος ταινία ἐρέας πλάτους μ. 0,01 περίπου πρὸς περιρραφὴν ἐγχωρίων ἐνδυμάτων.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.