στ΄πίρω (στουπίρω)
τα χάνω, θαυμάζω εκπλήσσομαι, στέκω αμήχανος.
“Μόλις το άκουσα εστπίρ΄σε ο νους μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στουπίρω (Ἰ. stupire) = ἐκπλήσσομαι, θαμβοῦμαι, ἀποβλακοῦμαι ἐκ καταπλήξεως ἢ ἀμηχανίας.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης