Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στ΄πίρω (στουπίρω)

τα χάνω, θαυμάζω εκπλήσσομαι, στέκω αμήχανος.
“Μόλις το άκουσα εστπίρ΄σε ο νους μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στουπίρω (Ἰ. stupire) = ἐκπλήσσομαι, θαμβοῦμαι, ἀποβλακοῦμαι ἐκ καταπλήξεως ἢ ἀμηχανίας.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.