σκιῶ
Σκιῶ = σχίζω, ξεσχίζω, διασχίζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σκιῶ, § σχίζω.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. σκίζω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκιῶ = σχίζω, ξεσχίζω, διασχίζω.
Σκιῶ, § σχίζω.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. σκίζω.