σκαρτσότσο (το) και σκαρτότσο
σύνολο κερμάτων ομοειδών τυλιγμένων σε σχήμα κυλινδρικό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκαρτότσο /τὸ/ (Ἰ. cartoccio) = κύλινδρος μεταλλικῶν κερμάτων ἢ νομισμάτων τυλιγμένος εἰς χάρτην.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης