σκαρμοῦτσο 29 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σκαρμοῦτσο /τὸ/ (Ἰ. scarmo-uzzo) = στυλίσκος, κύλινδρος μεταλλικῶν κερμάτων.