σκ΄λί (το)
- σκλί: το μικρό δεμάτι ακατέργαστου λιναριού (καλαμιές) μετά την αφαίρεση του λιναρόσπορου
- κατεργασμένο και χτενισμένο ψιλό λινάρι για γνέσιμο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκουλί = χειροδέσμη κατεργασμένου λιναριοῦ, ἕνα σκουλί λινάρι (ἕνα μάτσο λινάρι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής