Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ακαλαφάτιστος (ο)

  1. ο μη καλαφατισμένος.
    Η λέξη χρησιμοποιείται στα πλεούμενα που κατά διαστήματα τα επισκευάζουν, καίγοντας τα παλιά  επιχρίσματα της εξωτερικής επιφάνειας και βαίνοντας, στα κενά των σανιδωμάτων τους, στουπιά, ρετσίνι και πίσσα, για ασφαλή στεγανοποίηση.
    φράση:”Η βάρκα μου θέλει καλαφάτισμα”.
    Το καλαφάτισμα στα μικρά πλεούμενα του νησιού γίνεται έξω στους μόλους, και στα μεγαλύτερα (καΐκια κ.λπ) στα τοπικά καρνάγια.
  2. έχει και σημασία ντροπερή: “Τις καλαφάτισε την τάδε και την τάδε …”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.