Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαντελὸς -ὴ -ὸ

Σαντελὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. Sentire -iale;) = ὁ κινούμενος καὶ ἐνεργῶν ὑπὸ τὴν παρόρμησιν τῶν αἰσθήσεων καὶ μόνον, αὐθόρμητος, ἀπερίσκεπτος. (βλ. λ. σαλός).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.