σαλοκούδ(ου)νο 09 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σαλοκούδ(ου)νο /τὸ/ (σαλόω-ῶ-κώδων) = ἐλαφρόνους, ἀλλοπρόσαλλος, ἐπιπόλαιος.