Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπόκολα (η)

σκουλαρίκι μικρό ποικίλης ποιότητας.

Σε προικοσύμφωνο του 1852, Νο 76 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “μπόκολες ένα ζευγάρι”, και του 1861: “μπόκολες χρυσές με εννιά σμαράγδια εκάστη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπόκολα /ἡ/ (Ἰ. boccola) = ἐνώτιον, σκουλαρίκι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μπόκολες, οι, (θηλ): τα μικρά σκουλαρίκια.

Ονομάζονταν και βεργέτες, προφανώς απ’ την ευλύγιστη λεπτή βέργα πολύτιμου υλικού, από την οποία ήταν κατασκευασμένες. (Ιταλ. bocca = στόμα, άνοιγμα, οπή).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.