αξάγκλιγος
- αχτένιστος
- μαλλιά μπερδεμένα ανθρώπου ή προβάτων = μη χτενισμένα, επεξεργασμένα.
μτφ.: “Μαλλιά αξάγκλιγα”, δηλ. κατάστασή περιπλεγμένη. “Αυτού είναι μαλλιά αξάγκλιγα” = δεν τακτοποιούνται εύκολα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀξάγκλ(ι)γος -η -ο: (ἀ-ἐξ-ἀγκύλη) = ἔριον ἢ κόμη περιπεπλεγμένη, μαλλίον ἀκατέργαστον. «μαλλιὰ ἀξάγκλιγα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. αξάγκλιαστος -η -ο και ἀξάγκλιος