ρεμέντζο
Ρεμέντζο /τὸ/ (Ἰ. remegio) = ἐρετικὸν σκεῦος, ἄρμενον, ὄργανον, ἐργαλεῖον, ἐφόδιον κινήσεως, λειτουργίας ἢ ἀσφαλείας.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ρεμέντζο /τὸ/ (Ἰ. remegio) = ἐρετικὸν σκεῦος, ἄρμενον, ὄργανον, ἐργαλεῖον, ἐφόδιον κινήσεως, λειτουργίας ἢ ἀσφαλείας.