Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ασκάντσο (επίρρ.)

όταν προστατεύει κανείς κάποιον και τον απαλλάσσει από ταλαιπωρίες.
Τότε λέμε τη φράση: “Την πήρε ασκάντσο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀσκάντσο /ἐπίρ./ (Ἰ. scansare, a scanso) = προστατευτικὴ συνοδεία, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ταλαιπωρίας. «τὸν πῆρ’ ἀσκάντσο».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.