ασκάντσο (επίρρ.)
όταν προστατεύει κανείς κάποιον και τον απαλλάσσει από ταλαιπωρίες.
Τότε λέμε τη φράση: “Την πήρε ασκάντσο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀσκάντσο /ἐπίρ./ (Ἰ. scansare, a scanso) = προστατευτικὴ συνοδεία, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ταλαιπωρίας. «τὸν πῆρ’ ἀσκάντσο».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης