ἀπροβάδος -α -ο 12 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀπροβάδος -α -ο: /ἀρχ./ (approvare) = ἐγκεκριμένος, ἐξηλεγμένος, δεδοκιμασμένος.