ἀπίκ(ου)λα (ἀπίκουλα) 09 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀπίκ(ου)λα (ἐπὶ-κωλή, Ἰ. culo) = ἀναστροφὴ ἀγγείου μὲ τὴν βάσιν ἄνω.