πεσκέσι (το)
- δώρο, καλάθι ή σάκος γιομάτος τρόφιμα, που δίνονται συχνά ως δώρο, προκειμένου περί ανθρώπων που δωροδοκούνται.
- άνθρωπος ύπουλος και ανήθικος. “Είναι του διαόλ΄ πεσκέσ΄”. – “Είναι για το διάολο πεσκέσ΄”.
- Η λέξη χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις δολοφονιών και φόνων: “Της πήγαν τον άντρα σκοτωμένο για πεσκέσι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Π(ε)σκέσ(ι) /τὸ/ (Τ. πεσκὲς) = φιλοδώρημα εἰς εἶδος, δῶρον, ρεγάλο (ἐξ ὑποχρεώσεως ἢ ἐκτιμήσεως).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πεσκέσι, το = δώρο επίσκεψης, από το αρχ. πέσκος = κώδιον (δέρμα συνήθως μαλακού προβάτου), ταγάρι, εντός του οποίου μεταφερόταν το δώρο επίσκεψης και εν συνεχεία ετοποθετείτο και το αντίδωρον, το «φίλεμα».
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα