Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περβαταριά

“Μωρή περβαταριά”.
Από το περπατώ, περβατώ (με τροπή του -π- στο αντίστοιχο χειλικό -β-). Το -ι- της πρόθεσης περί, χάθηκε από νωρίς (συγκοπή), όχι μόνο από μας, από τη γλώσσα γενικά. (βλ. περιβόλι, περβόλι κ.ο.κ.).
Η περβαταριά στο χωριό είναι αυτή η γυναίκα που δε μαζεύεται σπίτι της … εξ ού και η παρατήρηση- επίπληξη της μάνας: “που ΄σαι μωρή περβαταριά;”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.