Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παρλιακὸ

Παρλιακὸ /τὸ/ (Ἰ. parlietico) = γεροντικὸς τρόμος ἢ ἀστάθεια, πάρκινσον. (Ἰ. parliere) = πολυλογία, φλυαρία, λογομαχία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.