Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοντορονιάζω

σώνομαι, τελειώνω, είμαι στις τελευταίες σταγόνες.
φράσεις: “Το ροΐ (του λαδιού) κοντορονιάζει (ή δεν ρονιάζει) = μόλις και σταλάζει. “Στείλε μου μια μπουκάλα πετρογκάζ, γιατί η άλλη εκοντορόνιασε”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.