κοντορονιάζω
σώνομαι, τελειώνω, είμαι στις τελευταίες σταγόνες.
φράσεις: “Το ροΐ (του λαδιού) κοντορονιάζει (ή δεν ρονιάζει) = μόλις και σταλάζει. “Στείλε μου μια μπουκάλα πετρογκάζ, γιατί η άλλη εκοντορόνιασε”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σώνομαι, τελειώνω, είμαι στις τελευταίες σταγόνες.
φράσεις: “Το ροΐ (του λαδιού) κοντορονιάζει (ή δεν ρονιάζει) = μόλις και σταλάζει. “Στείλε μου μια μπουκάλα πετρογκάζ, γιατί η άλλη εκοντορόνιασε”.