ἀναμπιστοσύνη
Ἀναμπιστοσύνη § ἐμπιστοσύνη.
Σημ. Ἐκ τῆς ἀν (= ἐν) ἐπαναλαμβανομένης πρὀς ἐπίτασιν καὶ τοῦ (πιστοσύνη) πίστωσις. Τὸ εν ἐγένετο αν κατὰ τὰ Δωρ. ἅτερος, ἐπιτράψω ἀντὶ ἕτρος, ἐπιτρέψω. Ὁ Βυζ. παραλ. τὸν τύπον τοῦτον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀναμπιστοσύνη § ἐμπιστοσύνη.
Σημ. Ἐκ τῆς ἀν (= ἐν) ἐπαναλαμβανομένης πρὀς ἐπίτασιν καὶ τοῦ (πιστοσύνη) πίστωσις. Τὸ εν ἐγένετο αν κατὰ τὰ Δωρ. ἅτερος, ἐπιτράψω ἀντὶ ἕτρος, ἐπιτρέψω. Ὁ Βυζ. παραλ. τὸν τύπον τοῦτον.